- κορυνιόεις
- κορῡνιόεις, εσσα, εν,A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] … Dictionary of Greek
κορυνιόεντα — κορυνιόεις knobby neut nom/voc/acc pl κορυνιόεις knobby masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)